- φυγάς
- ο / φυγάς, -άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Ααυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.)2. αυτός που έχει τραπεί σε φυγή κατά τη μάχη ή, γενικά, μπροστά στον κίνδυνο, λιποτάκτηςνεοελλ.ανυπότακτος στρατιώτης, φυγόστρατοςαρχ.φρ. α) «κατάγειν φυγάδας» — ανακαλώ τους εξόριστους (Ηρόδ.)β) «φυγάδες πύλαι» — οι πύλες από τις οποίεςς έφευγε κανείς από την πόλη (Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φύξ, φυγός ή φυγή + κατάλ. -άς, -άδος- (πρβλ. νομ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.